- πνιγέας
- πνιγέᾱς , πνιγεύςdampermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνιγέας — ο / πνιγεύς, έως, ΝΑ 1. μουσικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στα έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα για να μειωθεί η ένταση τού ήχου τους 2. κωδωνοειδές κάλυμμα κλιβάνου («οἷον πνιγεύς τις περικείμενον τὸ ὄστρακον», Αριστοτ.) αρχ. 1. σκεύος για… … Dictionary of Greek
σουρντίνα — και σουρτίνα και σουρδίνα, η και σουρντίνο, το, Ν μουσ. εξάρτημα μουσικών οργάνων τού οποίου η λειτουργία έχει ως σκοπό να απαλύνει την ηχητική ένταση και να μεταβάλλει το ηχόχρωμά τους, αλλ. πνιγέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sourdine < ιταλ.… … Dictionary of Greek
σουρντίνα — η (λ. γαλλ.), εξάρτημα έγχορδου μουσικού οργάνου, πνιγέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)